επιτραυματίζω

επιτραυματίζω
ἐπιτραυματίζω (Α)
προξενώ και άλλο τραύμα, ξαναπληγώνω («τὸν τετρωμένον ἐπιτραυματίζων», Γρηγ. Νύσα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”